στερεότης

στερεότης
στερεότης
hardness
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στερεότητα — στερεότης hardness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεότητι — στερεότης hardness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεότητος — στερεότης hardness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεότητα — η / στερεότης, ητος, ΝΜΑ, και στερρότης ΜΑ [στερεός / στερρός] η ιδιότητα τού στερεού, η κατάσταση τού στερεού νεοελλ. 1. βαθμός αντοχής ενός αντικειμένου («έπιπλα μεγάλης στερεότητας») 2. χημ. η αντοχή τών χρωστικών υλών στους παράγοντες οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”